ανακαθαρίζω

ανακαθαρίζω
1. καθαρίζω εκ νέου, ξανακαθαρίζω
2. καθαρίζω εντελώς
3. γίνομαι καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + καθαρίζω.
ΠΑΡ. ανακαθάρισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανακαθάρισμα — το και σμός, ο [ανακαθαρίζω] 1. πλήρες, τέλειο καθάρισμα, ξεκαθάρισμα 2. το εκ νέου καθάρισμα, ξανακαθάρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”